τσάρκα

τσάρκα
η прогулка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τσάρκα" в других словарях:

  • τσάρκα — η, Ν 1. περίπατος, βόλτα («κάναμε μια τσάρκα στα περίχωρα») 2. αναζήτηση, έρευνα 3. (για ζώο) επιδρομή, ιδίως για την αναζήτηση λείας 4. συνεκδ. αναζήτηση περιπέτειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cark] …   Dictionary of Greek

  • τσάρκα — η (λ. τουρκ.) 1. επιδρομή για αρπαγή ζώων. 2. επιδρομή. 3. περιπλάνηση, περίπατος, βόλτα: Πήγαμε τσάρκα στην παραλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»